9/2/13

H συνάντηση με τον J.J. Abrams!


Ο δημοσιογραφος Θοδωρής Δημητρόπουλος μας εξιστορεί με πολυ γλαφυρο τροπο την συνάντηση που ειχε με τον δημιουργο του Fringe J.J. Abrams...

Ξέρεις πώς είναι κάποιες φορές που φαντάζεσαι από μικρός πώς θα ήταν αν συναντούσες έναν συγκεκριμένο άνθρωπο που θαυμάζεις και βάζεις στο κεφάλι σου τις ερωτήσεις που θα του έκανες αν σου δινόταν η ευκαιρία; Φτιάχνεις κάθε είδους σενάριο, ότι θα πεις αυτό και θα απαντήσει εκείνο, ότι θα εντυπωσιαστεί από την τάδε πανέξυπνη παρατήρηση που κανείς άλλος (στον κόσμο!) δε θα έχει κάνει, ότι θα αποδειχτεί συμπαθής και προσιτός όσο καλός και σπουδαίος είναι σε αυτό το οτιδήποτε κάνει.
Η αλήθεια είναι πως λόγω δουλειάς έχω ένα πάντα αξιόμαχες πιθανότητες να συναντήσω κάποιον ηθοποιό ή σκηνοθέτη που θαυμάζω, αλλά αυτό α) δε μειώνει στο ελάχιστο τη στιγμή που κάτι τέτοιο όντως συμβαίνει και κυριότερα β) δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα ποτέ να το ξέρω όταν στα 18 άρχισα να καταβροχθίζω σειρές, και μεταξύ αυτών εκείνες του JJ Abrams.
Εντάξει ναι, 18 δεν είναι μικρός, αλλά τώρα είμαι σχεδόν 30 οπότε είχα αρκετά χρόνια να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να είναι μια συζήτηση με αυτό τον θεούλη που είχε κάνει το “Alias”, τη σειρά που τότε μου είχε φέρει τα πάνω, κάτω.
Ήταν κάποια χρόνια μετά που αυτή η σαχλή σκέψη έγινε πραγματικότητα. Πλέον είχα δει το “Alias” (όλο- και τις καλές και τις κακές σεζόν του), και το “Felicity” (κολεγιακό δράμα που δε μοιάζει με τις άλλες σειρές του JJ), και το “Lost” που είχε πια ξεκινήσει, και το “Mission: Impossible 3”. Είχα δει κι ένα κάρο άλλες σειρές, αλλά ο τρόπος που είχαν επηρεάσεις τις συνήθειές μου οι σειρές του Abrams συγκρίνονταν με ελάχιστες άλλες. Ήξερα πως θα είχα άπειρα πράγματα να πω μαζί του. Κάποιες φορές απλά το ξέρεις ρε παιδί μου, και άσε την πραγματικότητα να λέει ό,τι γουστάρει.
Ο Ηλίας Φραγκούλης μέσω του MAD με έστειλε στο Παρίσι για να κάνω τις συνεντεύξεις του “Σταρ Τρεκ”, τότε που βγήκε η ταινία, καλοκαίρι του 2009. Δεν είχα κάνει και άπειρες συνεντεύξεις ως τότε, κυρίως τηλέφωνο, κάποιες γραπτές, κάποιες από κοντά με μαγνητόφωνο, αλλά σίγουρα όχι πρόσωπο με πρόσωπο με κάμερα, και σίγουρα όχι με τον Abrams.








Αυτές οι συνεντεύξεις, τα δημοσιογραφικά τζάνκετ όπως είναι γνωστά, έχουν συγκεκριμένες παραμέτρους. Πάς, κάθεσαι, χωρίς πολλά-πολλά, έχεις 4 ή 5 λεπτά με το κάθε όνομα (πολλές φορές τους έχουν στοιβαγμένους και 2-2 ή 3-3), γρήγορα, μηχανικά, κάνεις εκεί όσες ερωτήσεις προλάβεις (ή σε νοιάζει να προλάβεις), φεύγεις, παίρνεις την κασέτα σου, επόμενος. Μηχανή κανονική, δεν έχεις ώρα για πολλά πολλά. Δεν είναι και σχεδιασμένο για πολλά πολλά το σύστημα ούτως ή άλλως.
Εγώ δεν τα ήξερα όλα αυτά, γιατί ήταν πρώτη φορά που έκανα οτιδήποτε τέτοιο. Δεν είχα ιδέα για τίποτα. Αλλά ακόμα κι αν ήξερα, δε θα με ενδιέφερε. Αν δε μπορούσα να έχω τις ώρες που θα ήθελα να έχω για να μιλήσω με τον JJ Abrams, και είχα μόνο αυτά τα 5 λεπτά, ε τότε διάολε θα έκανα ό,τι μπορούσα για να χωρέσω τις ώρες μες στα 5 λεπτά.
Πριν φύγω έψαξα και βρήκα γι’αυτόν ό,τι μπορούσα, ασχέτως του ότι είχα δει ήδη τα άπαντά του. Δε μιλάω για wikipedia τώρα. Μιλάω για ομιλίες του. Για ξέμπαρκα άρθρα που είχε γράψει. Για ένα τεύχος του Wired που είχε κάνει guest editor. Είδα τις αγαπημένες του σκηνές από τις αγαπημένες του ταινίες. Τα πάντα.
Τη νύχτα πριν τη συνέντευξη την είχα περάσει στίβοντας το μυαλό μου για ερωτήσεις. Όχι απλά 6-7 ερωτήσεις που λογικά θα χώραγαν στο πεντάλεπτο. Αλλά τις καλύτερες δυνατές ερωτήσεις που θα ήταν δυνατόν να σκεφτεί άνθρωπος. Ένιωθα το βάρος της συνείδησής μου να με πλακώνει: “Τόσα χρόνια τι βλέπεις αν δε μπορείς να κάνεις μια γαμάτη συνέντευξη;” Πρέπει να είχα καταλήξει κάπου στις 15 ερωτήσεις τελικά. Μουτζούρες, σημειώσεις, χαμός.










Εννοείται πως το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Κάτι το άγχος μη με πάρει ο ύπνος και χάσω τη συνέντευξη, κάτι η αγωνία της επικείμενης συνάντησης. Πρακτικά άυπνος την επόμενη, με τόνους καφέ, πήγα για το check-in στο ξενοδοχείο που γίνονταν οι συνεντεύξεις. Κάποια στιγμή ήρθε για ένα πέρασμα ανάμεσα από τους δεκάδες δημοσιογράφους ο Chris Pine, αλλά ήμουν τόσο βαθιά χαμένος μέσα στο αγχωτικά ενθουσιώδες mood μου που τίποτα δε με ένοιαζε. Κι η Zoe Saldana να πέρναγε από δίπλα μου δε θα έδινα σημασία εκείνη την ώρα.
(Θα έδινα. Δεν πέρασε πάντως.)
Νομίζω πως εν πολλοίς ο λόγος που πήγαν όλα καλά σε εκείνη την πρώτη συνέντευξη είναι επειδή δεν είχα αφήσει τον εαυτό μου να αγχωθεί για οτιδήποτε πρακτικό. Τα έκανα όλα πρώτη φορά, κανονικά θα έπρεπε να έχω έγνοια μην πάει κάτι λάθος- όμως όλη μου η σκέψη ήταν αφοσιωμένη σε αυτό το ένα πράγμα.
Η συνέντευξη πήγε φανταστικά. Κάπου στην πορεία συνειδητοποίησα πως βασικά δεν είχα κάνει παρά μία ερώτηση για το ίδιο το “Star Trek”, παρότι για αυτό ήμουν εκεί υποτίθεται. Ή δύο; Δε θυμάμαι, πάνε και χρόνια. Τελοσπάντων, ίσως γι’αυτό φαινόταν κι ο ίδιος να το διασκεδάζει. (Και μη νομίζετε πως δε βαριούνται αφάνταστα να μιλάνε σε ντουζίνες δημοσιογράφων, σερί, για το ίδιο πράγμα- πόσες φορές μπορείς να εξηγήσεις τι σε τράβηξε στο σύμπαν του “Star Trek” και να προσποιείσαι πως ενδιαφέρεσαι για αυτή τη συνέντευξη;)
Μιλήσαμε όμως για τον Σπίλμπεργκ, για το “Alias”, για το κουτί της Μέγκαν της μάγισσας στο “Felicity”, για την αγάπη του για τα ερωτηματικά, για τον καπνό του “Lost”, για τις μηχανές του Ραμπάλντι που δεν κατέληγαν ποτέ πουθενά, για την τηλεόραση ως μέσο, για τις πολλαπλές του ιδιότητες ως σκηνοθέτη, σεναριογράφο και παραγωγό. Στο μυαλό μου εκείνα τα 5 λεπτά έχουν πάρει διάρκεια ωρών στα χρόνια που ακολούθησαν.
(Και θυμάμαι κάτι χαζές λεπτομέρειες, από το σχόλιο για το Sonic Youth t-shirt που φόραγα μέχρι τι ειπε στη χειραψία μέχρι το πόσο τον διασκέδαζε η εμφανής αμηχανία μου.)










Λίγα λεπτά αργότερα μπήκα και μίλησα με τον Eric Bana, μια συνέντευξη από την οποία ελάχιστα πράγματα θυμάμαι γιατί η αδρεναλίνη από την προηγούμενη εμπειρία ήταν το κάτι άλλο. Όπως έφευγα από τον Bana πέρασα έξω από μια ανοιχτή πόρτα- μέσα, από μακριά, είδα τη Saldana.
Αλλά ξαφνικά όλα ήταν λίγο πιο χαλαρά, λιγότερο αγχωτικά. Έχεις περάσει τόσα χρόνια βλέποντας και γράφοντας για έναν άνθρωπο, και σου δίνεται η ευκαιρία να του μιλήσεις. Τι μπορεί ποτέ να είναι πιο ψαρωτικό από αυτό; Ή πιο σημαντικό;
Για εμένα, στο μυαλό μου, εκείνη η θεωρητικά τυπική, πρακτικά άκρως αγχωτική συνέντευξη, παραμένει η καλύτερη από όσες έχω κάνει πριν ή έκτοτε. (Κι ας μην είναι.) Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Είναι όλες οι ώρες που φανταζόμουν ποτέ πως θα πέρναγα κουβεντιάζοντας με έναν από τους ανθρώπους χάρη στους οποίους έκανα αυτό που κάνω. Στριμωγμένες σε 5 λεπτά; Ας είναι. Κάποιες φορές πρέπει απλά να στοχεύεις στο μέγιστο ακόμα και μέσα από το τίποτα, γιατί μπορεί αυτό να είναι όλο.
Πηγη... http://www.oneman.gr/

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου